αλληλοδιαψεύδομαι

αλληλοδιαψεύδομαι
karşılıklı yalanlamak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλληλοδιαψεύδομαι — διαψεύδομαι από κάποιον και διαψεύδω όμοια αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διαψεύδω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”